- αρρητοποιός
- ἀρρητοποιός, -όν (Α) [αρρητοποιώ]1. αυτός που λαμβάνει μέρος σε μυστήρια, ο μύστης2. αυτός που κάνει ακατονόμαστες, αισχρές πράξεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρρητοποιός — practising such vice masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρητοποιόν — ἀρρητοποιός practising such vice masc/fem acc sg ἀρρητοποιός practising such vice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρητοποιοί — ἀρρητοποιός practising such vice masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρητοποιούς — ἀρρητοποιός practising such vice masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρητοποιέ — ἀρρητοποιός practising such vice masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρητοποιία — ἀρρητοποιΐα, η (Α) [αρρητοποιός] το να κάνει κανείς αισχρές, ακατονόμαστες πράξεις … Dictionary of Greek
ἀρρητοποιοῖς — ἀρρητοποιέω practise unmentionable vice pres opt act 2nd sg (attic epic doric) ἀρρητοποιός practising such vice masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρητοποιῶν — ἀρρητοποιέω practise unmentionable vice pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀρρητοποιός practising such vice masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)